- ξύσιλος
- ξύ̱σιλος , ξύσιλοςshavenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού … Dictionary of Greek
ξύσιλον — ξύ̱σιλον , ξύσιλος shaven masc/fem acc sg ξύ̱σιλον , ξύσιλος shaven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek